μουσ̃α

μουσ̃α
μουσ̃α
Grammatical information: f.
Meaning: `Muse', Goddess of song and poetry (usu. in plur.), also metaphor. `song, music, poetry' (IA., Il.)
Other forms: Aeol. μοῖσα, Dor. μῶσα, Lac. μῶἁ (Ar.).
Compounds: Many compp., e.g. μουσ-ηγέτης, Aeol. μοισ-αγέτας m. `who leads (the) Muses' = Apollon (Pi., Att.; Chantraine Études 88 f.), ἄ-μουσος `without Muses, unformed etc.' (IA.) with ἀμουσ-ία `lack of education' (E., Pl.).
Derivatives: A. Subst. 1. μουσ-εῖον `seat of the Muses, school for higher education, Museum' (Att.), Lat. mūsēum, -īum, also `sculpture of motley stones, mosaic'; from there late Gr. μουσῖον `id.' (W-.Hofmann s.v. w. lit.). -- 2. Μουσα-ϊσταί m. pl. `guild of adorers of the Muses' (Rhod.; as Έρμαϊσταί a.o., Fraenkel Nom. ag. 1, 177). -- 3. μούσωνες οἱ κορυφαῖοι τῶν μαγείρων, καὶ οἱ τεχνῖται H.; "to whom the Muses go at heart ", with Μουσώνιος, -ία (if not Etrusc.; Solmsen Wortforsch. 49). -- 4. μουσάριον name of an eye-salve (Alex. Trall.). -- B. Adj. 1. μουσικός `of the Muses-, musical, well educated' with μουσική (τέχνη) `music, poetry, mental formation' (Pi., IA.; Chantraine Études [s. Index]), -ικεύομαι `cultivate music ' (Duris, S. E., sch.). -- 2. μοισ-αῖος `regarding the Muses' (Pi.). -- 3. μούσ-ειος `id.' (E., AP). -- C. Verbs: 1. μουσόομαι `be led and educated by the Muses, be formed harmonically' (Ar., Phld., Plu.), -όω `endow with music' (Ph.; ἐκ- μουσ̃α E. Ba. 825. κατα- μουσ̃α Jul.), `ornate with mosaics' (Tralles) with μουσωτής `mosaic-worker' (Syria VIp); prob. backformation to μουσῖον (s. above). -- 2. μουσ-ίζομαι (E.), -ίσδω (Theoc.) `sing, play' with μουσικτάς ψάλτης, τεχνίτης H. -- 3. μουσ-ιάζω `id.' (Phld.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the original, appellative meaning of μοῦσα is unknown and the antique traditions on the Muses do not allow certain conclusions on the name (cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 250 f., Nilsson Gr. Rel. 1, 253 ff.), we only can make guesses about the etymology. -- It may be a formed with -ι̯α to a noun with possible bases *μόντι̯α, *μόνθι̯α. The explanations often connect μένος, μέμονα etc.: from *μόν-τι̯α (Brugmann IF 3, 253ff.), morpholog. difficult, s. Wackernagel KZ 33, 571 ff. (= Kl. Schr. 2, 1204ff.); from *μόν-σα (Lasso de la Vega Emer. 22, 66 ff. with extensive treatment and criticism of predecessors), phonet. difficult; from *μόνθ-ι̯α to μενθήρη, μανθάνω (Ehrlich KZ 41, 287 ff. with further, in eny case wrong connection of Skt. mán-thati `stir'); so μοῦσα prop. "mental excitement"; rejected by Meillet Les dial. indoeur. (Paris 1908) 83, but carefully agreeing Kretschmer Glotta 1 , 385; from *μῶ-ντ-ι̯α \> *μόντ-ι̯α, ptc. of μῶσθαι supposedly `meditate', but rather `strive, aim' (Fick KZ 46, 82 with Pl. Kra. 406 a); against this WP. 2, 271; from *μόντ-ι̯α as "mountain-woman, mountain-nymph" (Wackernagel l.c.); but Lat. mons is not found in Greek; rejected a.o. by W.-Hofmann s. mōns. -- Older views in Curtius 312. - Not in Fur. It is rather strange that all explanations start from the assumption that the word is IE, whereas it can quite well be of Pre-Greek origin. Does it continue *monty-a?
Page in Frisk: 2,260-261

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μοῦσ' — Μοῦσα , Μοῦσα music fem nom/voc sg Μοῦσαι , Μοῦσα music fem nom/voc pl Μοῦσε , Μοῦσος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦσ' — μοῦσα , Μοῦσα music fem nom/voc sg μοῦσαι , Μοῦσα music fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ντιβερτιμέντο — (Μουσ.). Διάφορες μορφές μουσικής, ανάλογα με την εποχή, κατά κανόνα ζωηρές και εύθυμες. Σήμερα χαρακτηρίζει μια σύνθεση σε σοβαρό ύφος, αλλά ελεύθερη στη μορφή, όπως τα ν. του Μπάρτοκ, του Στραβίνσκι, του Προκόφιεφ. Στον 17o και 18o αι. ν.… …   Dictionary of Greek

  • σειραϊσμός — (Μουσ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη μουσική σύνθεση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία των μουσικών παραγόντων (τονικό ύψος, ρυθμός, δυναμική και ηχόχρωμα) καθορίζεται με βάση αριθμητικέςσχέσεις, αναλογίες ή άλλους μαθηματικούς… …   Dictionary of Greek

  • σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη …   Dictionary of Greek

  • σολφέζ — (Μουσ.). Μέθοδος μουσικής ανάγνωσης, που συνίσταται στο να διακρίνονται ακουστικά οι ρυθμικές και μελωδικές αξίες των φθόγγων (νότα). Απαραίτητο στη μουσική διδασκαλία, το σ. που σήμερα χρησιμοποιεί τη συλλαβική σημειογραφία στις λατινόγλωσσες… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… …   Dictionary of Greek

  • σουίτα — (Μουσ.). Σύνθεση για ορχήστρα, που αποτελείται από διάφορα μέρη και είναι συνήθως σειρά χορών στην ίδια τονικότητα, αλλά με διαφορετικό ρυθμό και χαρακτήρα. Στην αρχή αποτελούνταν από δύο μέρη (μια παβάνα και μια γκαλιάρντα αρκούσαν για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”